26 Ιαν 2017

Γιαννάρας

Πάντα μου άρεσε να κάνω βόλτες στο Θησείο, στη Πλάκα και στο Μοναστηράκι. Όπως κάθε μήνα έτσι και αυτή τη φορά κανόνισα με το φίλο μου το Χρήστο να κάνουμε τη βόλτα μας με τα ποδήλατα στην ευρύτερη περιοχή. Κάπου εκεί ανάμεσα μεταξύ βόλτας και σχολιασμού όλου του γυναικείου πληθυσμού με πλούσια χαρίσματα που πέρναγε από μπροστά μας, η τσίκνα από γνωστό σουβλατζίδικο της Πλάκας μας τρύπησε τη μύτη. 

Στο διπλανό παγκάκι από εκεί που κάτσαμε να φάμε, καθόταν ο Γιαννάρας. Μία από τις ιστορικότερες, cult , noir και underground φιγούρες του Θησείου. Τον είχα δει και άλλες φορές στο παρελθόν αλλά αυτή τη φορά ήταν η πρώτη που θα μιλάγαμε. Είναι από τους ανθρώπους που περνάς από δίπλα του με γοργό βήμα και τον κοιτάς με μισό μάτι. Γύρω στο 1.70, γεροδεμένος, με μια μικρή κοιλίτσα να ξεπροβάλει από το σχεδόν λιωμένο παλτό του. Ηλικία δε μπορείς να ξεχωρίσεις ανάμεσα στα πυκνά μούσια, στα μακριά άλουστα μαλλιά και στη ταλαιπωρία του χρόνου και του πεζοδρομίου. Είναι σχεδόν τρομαχτικός με το που θα τον συναντήσεις, αλλά πολύ φιλικός και ομιλητικός άμα κάτσεις να συζητήσεις μαζί του.

Ο φίλος μου ο Χρήστος του απευθύνει το λόγο. "Γιαννάρα να κεράσουμε ένα σουβλάκι". Τότε ο Γιαννάρας γυρνάει προς το μέρος του Χρήστου και του απαντάει καταφατικά: "Να' σαι καλά αγορίνα μου".

Με το που πήρε το σουβλάκι του ο Γιαννάρας άρχισε να κελαηδάει το <<παραμυθάκι>> γνωστό εδώ και χρόνια στους μυημένους και γνώστες. Η ζωή του βιβλίο ολόκληρο. Ο Γιαννάρας δεν ήταν πάντα άστεγος. Κάποτε ήταν άνθρωπος της νύχτας, δούλευε κάτι σαν υπεύθυνος, σερβιτόρος και προστασία στα απαγορευμένα και κακόφημα τότε μαγαζιά του Πειραιά, όπου γυναίκες κράταγαν συντροφιά σε μεθυσμένους άνδρες και ναύτες, με αντάλλαγμα το κέρασμα ενός ποτό και με φόβο τη σωματική τους και ψυχική τους ακεραιότητα. Μετά ακολούθησαν δύο χρόνια φυλακής για μία παρεξήγηση όπως είπε, μια καινούργια προσπάθεια μετά τη φυλακή για ένα δικό του μαγαζί, κάτι σαν ταβέρνα και μετά πάλι φυλακή και εξορία λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Τα τελευταία 25 χρόνια όντας μόνος χωρίς παιδία, σκυλιά και γατιά ζει πότε σε λέσχες αστέγων τις πολύ κρύες νύχτες και πότε στα παγκάκια του Θησείου.

Οι ιστορίες που θα σας πει, αν συζητήσετε ποτέ μαζί του, είναι πραγματικά απολαυστικές για πράγματα και γεγονότα της τότε εποχής. Από γυναίκες -εγχώριες και ξένες-, από φασαρίες και ξυλοδαρμούς, από μαστροπείες αλλά ακόμα και για καψούρες και έρωτες. Εκτός ότι τα λέει με ένα πολύ απολαυστικό και περιγραφικό τρόπο, ο Γιαννάρας πάνω απ' όλα τα λέει με όρεξη. Και αυτό γιατί σίγουρα η μοναξιά της καθημερινότητας του, τον έχει εξελίξει σε ένα από τα καλόκαρδα και ομιλητικά άτομα. Δε θα βαρεθεί να διηγηθεί το παρελθόν του σε όποιον τον εμπιστευτεί και δε τον κοιτάει με μισό μάτι. Γιατί πάνω απ' όλα το ποιο ενδιαφέρον δεν είναι οι <<ιστοριούλες>> που λέει, αλλά ο τρόπος ο οποίος είναι εξαιρετικός και τρομερά περιγραφικός που ουσιαστικά σε μεταφέρει σε εκείνη την εποχή και σίγουρα θα σκεφτείς την ώρα εκείνη τον εαυτό σου χωμένο σε κάποια γωνιά κάποιου απαγορευμένου μαγαζιού. Είναι ένας πραγματικά αυθεντικός άνθρωπος.

Η ώρα δυστυχώς πέρασε και εμείς επιστρέψαμε στο ζεστό κρεβάτι μας και αυτός στο παγωμένο παγκάκι του στη στάση του ηλεκτρικού στο Θησείο. Δυστυχώς έτσι είναι η ζωή.......

Δεν υπάρχουν σχόλια: